αγροδότης

αγροδότης
Ο εκμισθωτής αγροκτήματος με καταβολή από τον μισθωτή που το καλλιεργεί γεωργικού είδους (μορτή). Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν α. εκείνον που έδινε άγρα, δηλαδή κυνήγι.
* * *
ο (Α ἀγροδότης)
νεοελλ.
(Νομ.)
Αυτός που παραχωρεί αγροτικό κτήμα για εκμετάλλευση με σχέση αγροληψίας*
αρχ.
αυτός που παρέχει άγρα, λεία, κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αγροδοσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγροδότῃσι — ἀγροδότης giver of game masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροδοσία — Η εκμίσθωση αγροκτήματος (κοινώς πάκτωμα). Βλ. λ. αγροληψία. * * * η [αγροδότης] εκμίσθωση αγροκτήματος …   Dictionary of Greek

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”